τερατοπλασ(τ)ία

τερατοπλασ(τ)ία
η, Ν
βιολ. ανώμαλη διάπλαση τού εμβρύου ενός οργανισμού η οποία απολήγει στην τερατώδη διαμόρφωσή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -πλασ(τ)ία < πλάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”